ταπεινῶς

ταπεινῶς
ταπεινός
low
adverbial
ταπεινόω
lower
pres ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… …   Dictionary of Greek

  • υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… …   Dictionary of Greek

  • ԽՈՆԱՐՀԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0962 Chronological Sequence: 11c, 12c մ. ταπεινῶς humiliter φιλιφρόνως benigne, humaniter. Խոնարհութեամբ. ցածութեամբ. պարկեշտութեամբ. մարդասիրապէս. *Կազմէ դարձեալ խոնարհաբար վասն տկարութեան լսողացն: Խոնարհաբար եւ հանդարտապէս ասէր: Տե՛ս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”